- μυστηριωδῶν
- μυστηριώδηςlike mysteriesmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
μυστικοπάθεια — η 1. η ενδιάθετη τάση προς τον μυστικισμό, προς αναζήτηση μυστηριωδών αιτίων και δυνάμεων στην έρευνα πραγμάτων ή καταστάσεων 2. το να μην ανακοινώνει κάποιος τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις ενέργειες και τις αποφάσεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μυστιπολεία — μυστιπολεία, ἡ (Α) [μυστιπολεύω] ιερουργία, ιεροπραξία, λειτουργία μυστιπόλου, τέλεση μυστηριωδών τελετών … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek